- μώλυς
- μῶλυς, -υ, γεν. -υος (Α)1. εξαντλημένος, ασθενής, βραδύς, νωχελής, νωθρός2. μτφ. αδύνατος ως προς τον νου, ανόητος3. φρ. «μῶλυς ῥίζα» — μώλυ *4. (κατά τον Ησύχ.) «μῶλυςὁ ἀμαθήςμωλύτερονἀμβλύτερον».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητικό παρ. τών ρ. μωλύω, μωλύνω, αβέβαιης όμως περαιτέρω ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, συνδέεται με τον τ. μῶλος «μόχθος πολέμου». Η σημασιολογική δυσκολία που προκύπτει από αυτή τη σύνδεση μπορεί να υπερκεραστεί, αν θεωρηθεί ότι η λ. μῶλυς προήλθε από την αρχική χρήση τού τ. μῶλος «κόπος, μόχθος». Άλλες προσπάθειες ετυμολόγησης τής λ. που είτε τη συνδέουν με τον τ. μέλεος «άχρηστος, άθλιος» είτε συνδέουν το μωλύω με το μολούω κατά το, εξίσου αμφίβολο, κωλύω - κολούω, έχουν ήδη απορριφθεί και για μορφολογικούς και για σημασιολογικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.